浪费
浪費
浪费 ελληνικός ορισμός
làng fèi
- απόβλητα
làng fèi
- απόβλητα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 浪费
-
这样做只是浪费时间。
Zhèyàng zuò zhǐshì làngfèi shíjiān.