消耗 έννοια και προφορά

消耗
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

消耗 ελληνικός ορισμός

xiāo hào

  • καταναλώνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xiāo): εξαλείφω
  • (hào): καταναλώνω