涉及 έννοια και προφορά

涉及
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

涉及 ελληνικός ορισμός

shè jí

  • εμπλεγμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shè): υδροβατώ
  • (jí): και