淘汰 έννοια και προφορά

淘汰
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

淘汰 ελληνικός ορισμός

táo tài

  • εξαλείφθηκε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (táo): καθαρισμός
  • (tài): εξαλείφω