淡季
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            淡季 ελληνικός ορισμός
        
            dàn jì
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - εκτός εποχής
 
                
            
        
    
dàn jì
- εκτός εποχής