混合 έννοια και προφορά

混合
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

混合 ελληνικός ορισμός

hùn hé

  • μίξη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hùn): μείγμα
  • (hé): συνδυασμός