滔滔不绝 έννοια και προφορά

滔滔不绝
Απλοποιημένη λέξη
滔滔不絕
Παραδοσιακή λέξη

滔滔不绝 ελληνικός ορισμός

tāo tāo bù jué

  • μιλήστε ατελείωτα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tāo): τάο
  • (bù): μην
  • (jué): απολύτως