漂浮 έννοια και προφορά

漂浮
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

漂浮 ελληνικός ορισμός

piāo fú

  • φλοτέρ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (piào): τάση
  • (fú): φλοτέρ