激动 έννοια και προφορά

激动
Απλοποιημένη λέξη
激動
Παραδοσιακή λέξη

激动 ελληνικός ορισμός

jī dòng

  • ενθουσιασμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jī): διεγείρω
  • (dòng): κίνηση

Παραδείγματα ποινών με 激动

  • 看了这部电影,我很激动。
    Kànle zhè bù diànyǐng, wǒ hěn jīdòng.
  • 这个消息真是激动人心。
    Zhège xiāoxī zhēnshi jīdòng rénxīn.
  • 你别激动,先冷静一下。
    Nǐ bié jīdòng, xiān lěngjìng yīxià.