烦恼 έννοια και προφορά

烦恼
Απλοποιημένη λέξη
煩惱
Παραδοσιακή λέξη

烦恼 ελληνικός ορισμός

fán nǎo

  • αναστατωμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fán): ενόχληση
  • (nǎo): θυμωμένος

Παραδείγματα ποινών με 烦恼

  • 生活中总会遇到一些烦恼。
    Shēnghuó zhōng zǒng huì yù dào yīxiē fánnǎo.
  • 别再为这件事儿烦恼了。
    Bié zài wèi zhè jiàn shì er fánnǎole.