热爱 έννοια και προφορά

热爱
Απλοποιημένη λέξη
熱愛
Παραδοσιακή λέξη

热爱 ελληνικός ορισμός

rè ài

  • αγάπη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rè): θερμότητα
  • (ài): αγάπη

Παραδείγματα ποινών με 热爱

  • 他是一个热爱生活的人。
    Tā shì yīgè rè'ài shēnghuó de rén.
  • 他从小热爱音乐,因此长大后做了一名音乐
    Tā cóngxiǎo rè'ài yīnyuè, yīncǐ zhǎng dà hòu zuòle yī míng yīnyuè