烹饪 έννοια και προφορά

烹饪
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

烹饪 ελληνικός ορισμός

pēng rèn

  • μαγείρεμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pēng): μαγείρεμα
  • (rèn): μαγείρεμα