熟悉
熟悉 ελληνικός ορισμός
shú xī
- οικείος με
shú xī
- οικείος με
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 熟悉
-
我跟他们都很熟悉。
Wǒ gēn tāmen dōu hěn shúxī.