熟悉 έννοια και προφορά

熟悉
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

熟悉 ελληνικός ορισμός

shú xī

  • οικείος με

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shú): μαγείρευτος
  • (xī): ξέρω

Παραδείγματα ποινών με 熟悉

  • 我跟他们都很熟悉。
    Wǒ gēn tāmen dōu hěn shúxī.