熟练 έννοια και προφορά

熟练
Απλοποιημένη λέξη
熟練
Παραδοσιακή λέξη

熟练 ελληνικός ορισμός

shú liàn

  • έμπειρος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shú): μαγείρευτος
  • (liàn): πρακτική