牲畜
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            牲畜 ελληνικός ορισμός
        
            shēng chù
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ζώα
shēng chù
- ζώα
