玻璃 έννοια και προφορά

玻璃
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

玻璃 ελληνικός ορισμός

bō li

  • ποτήρι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bō): ποτήρι
  • (lí): ποτήρι