甩 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

甩 ελληνικός ορισμός

shuǎi

  • εγκαταλείπω

Επίπεδα HSK


Λέξεις που περιέχουν 甩, ανά επίπεδο HSK