甩
甩 ελληνικός ορισμός
shuǎi
- εγκαταλείπω
shuǎi
- εγκαταλείπω
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 甩, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
甩 (shuǎi): εγκαταλείπω
-