电梯 έννοια και προφορά

电梯
Απλοποιημένη λέξη
電梯
Παραδοσιακή λέξη

电梯 ελληνικός ορισμός

diàn tī

  • ανελκυστήρας

HSK level


Χαρακτήρες

  • (diàn): ηλεκτρική ενέργεια
  • (tī): σκάλα

Παραδείγματα ποινών με 电梯

  • 我们坐电梯上楼。
    Wǒmen zuò diàntī shàng lóu.
  • 我们坐电梯上去吧。
    Wǒmen zuò diàntī shàngqù ba.