留学 έννοια και προφορά

留学
Απλοποιημένη λέξη
留學
Παραδοσιακή λέξη

留学 ελληνικός ορισμός

liú xué

  • σπουδάζω στο εξωτερικό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (liú): διαμονή
  • (xué): μαθαίνω

Παραδείγματα ποινών με 留学

  • 我哥哥在中国留学。
    Wǒ gēgē zài zhōngguó liúxué.
  • 我们学校的留学生比去年多了一倍。
    Wǒmen xuéxiào de liúxuéshēng bǐ qùnián duōle yī bèi.
  • 我放弃了留学的机会。
    Wǒ fàngqìle liúxué de jīhuì.