畜牧 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 畜牧 ελληνικός ορισμός xù mù κτηνοτροφία HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 畜 (chù): ζώα 牧 (mù): κτηνοτροφία