痛苦 έννοια και προφορά

痛苦
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

痛苦 ελληνικός ορισμός

tòng kǔ

  • πόνος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tòng): πόνος
  • (kǔ): πικρός