省略
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            省略 ελληνικός ορισμός
        
            shěng lüè
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - παραλείπω
shěng lüè
- παραλείπω
