眉毛 έννοια και προφορά

眉毛
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

眉毛 ελληνικός ορισμός

méi mao

  • φρύδι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (méi): φρύδι
  • (máo): μαλλιά