看望 έννοια και προφορά

看望
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

看望 ελληνικός ορισμός

kàn wàng

  • επίσκεψη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kàn): κοίτα
  • (wàng): ελπίδα