着手 έννοια και προφορά

着手
Απλοποιημένη λέξη
著手
Παραδοσιακή λέξη

着手 ελληνικός ορισμός

zhuó shǒu

  • σχεδόν

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhe): με
  • (shǒu): χέρι