着火
著火
着火 ελληνικός ορισμός
zháo huǒ
- καίγεται
zháo huǒ
- καίγεται
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 着火
-
在森林里吸烟很危险,容易着火。
Zài sēnlín lǐ xīyān hěn wéixiǎn, róngyì zháohuǒ.