着迷 έννοια και προφορά

着迷
Απλοποιημένη λέξη
著迷
Παραδοσιακή λέξη

着迷 ελληνικός ορισμός

zháo mí

  • γοητευμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhe): με
  • (mí): ανεμιστήρας