着重 έννοια και προφορά

着重
Απλοποιημένη λέξη
著重
Παραδοσιακή λέξη

着重 ελληνικός ορισμός

zhuó zhòng

  • επικεντρωνομαι σε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhe): με
  • (zhòng): βάρος