睡觉 έννοια και προφορά

睡觉
Απλοποιημένη λέξη
睡覺
Παραδοσιακή λέξη

睡觉 ελληνικός ορισμός

shuì jiào

  • πήγαινε στο κρεβάτι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shuì): ύπνος
  • (jué): αφή

Παραδείγματα ποινών με 睡觉

  • 没关系,你睡觉!
    Méiguānxì, nǐ shuìjiào!
  • 我在睡觉呢。
    Wǒ zài shuìjiào ne.
  • 我回家的时候,他在睡觉。
    Wǒ huí jiā de shíhòu, tā zài shuìjiào.
  • 儿子在睡觉呢。
    Érzi zài shuìjiào ne.
  • 睡觉前喝杯牛奶吧。
    Shuìjiào qián hē bēi niúnǎi ba.