督促 έννοια και προφορά

督促
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

督促 ελληνικός ορισμός

dū cù

  • παροτρύνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dū): επιβλέπω
  • (cù): προάγω