瞎 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

瞎 ελληνικός ορισμός

xiā

  • τυφλός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Λέξεις που περιέχουν 瞎, ανά επίπεδο HSK