礼貌 έννοια και προφορά

礼貌
Απλοποιημένη λέξη
禮貌
Παραδοσιακή λέξη

礼貌 ελληνικός ορισμός

lǐ mào

  • ευγένεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǐ): τελετή
  • (mào): εμφάνιση

Παραδείγματα ποινών με 礼貌

  • 这个小朋友很有礼貌。
    Zhège xiǎopéngyǒu hěn yǒu lǐmào.
  • 随便问别人的年龄是不礼貌的。
    Suíbiàn wèn biérén de niánlíng shì bù lǐmào de.