离婚 έννοια και προφορά

离婚
Απλοποιημένη λέξη
離婚
Παραδοσιακή λέξη

离婚 ελληνικός ορισμός

lí hūn

  • διαζύγιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lí): από
  • (hūn): γάμος

Παραδείγματα ποινών με 离婚

  • 我最近才知道他们离婚了。
    Wǒ zuìjìn cái zhīdào tāmen líhūnle.