私人
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            私人 ελληνικός ορισμός
        
            sī rén
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ιδιωτικός
sī rén
- ιδιωτικός
