种(量词)
種(量詞)
种(量词) ελληνικός ορισμός
zhǒng
- είδη (ποσοτικοποιητής)
zhǒng
- είδη (ποσοτικοποιητής)
HSK level
Χαρακτήρες
- 种 (zhǒng): είδος