空前绝后 έννοια και προφορά

空前绝后
Απλοποιημένη λέξη
空前絕後
Παραδοσιακή λέξη

空前绝后 ελληνικός ορισμός

kōng qián jué hòu

  • πρωτοφανής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kōng): αέρας
  • (qián): πριν
  • (jué): απολύτως
  • (hòu): οπισθεν