空洞 έννοια και προφορά

空洞
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

空洞 ελληνικός ορισμός

kōng dòng

  • κοίλος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kōng): αέρας
  • (dòng): τρύπα