空调 έννοια και προφορά

空调
Απλοποιημένη λέξη
空調
Παραδοσιακή λέξη

空调 ελληνικός ορισμός

kōng tiáo

  • κλιματισμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kōng): αέρας
  • (diào): αρμονία

Παραδείγματα ποινών με 空调

  • 太热了,请把空调打开。
    Tài rèle, qǐng bǎ kòngtiáo dǎkāi.
  • 我们家一共三空调人。
    Wǒmen jiā yì gòng sān kòngtiáo rén.