窄
窄 ελληνικός ορισμός
zhǎi
- στενός
zhǎi
- στενός
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 窄, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
窄 (zhǎi): στενός
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 狭窄 (xiá zhǎi) : στενός