立即 έννοια και προφορά

立即
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

立即 ελληνικός ορισμός

lì jí

  • αμέσως

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): σήκω πάνω
  • (jí): το οποίο είναι