笨拙 έννοια και προφορά

笨拙
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

笨拙 ελληνικός ορισμός

bèn zhuō

  • αδέξιος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bèn): χαζος
  • (zhuō): αδέξιος