简单 έννοια και προφορά

简单
Απλοποιημένη λέξη
簡單
Παραδοσιακή λέξη

简单 ελληνικός ορισμός

jiǎn dān

  • απλός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiǎn): απλός
  • (dān): μονόκλινο

Παραδείγματα ποινών με 简单

  • 这些题对他来说很简单。
    Zhèxiē tí duì tā lái shuō hěn jiǎndān.
  • 她简单打扮了一下就出门了。
    Tā jiǎndān dǎbànle yīxià jiù chūménle.
  • 我教你跳舞吧,动作很简单。
    Wǒ jiào nǐ tiàowǔ ba, dòngzuò hěn jiǎndān.
  • 这个对话比较简单,我能听懂。
    Zhège duìhuà bǐjiào jiǎndān, wǒ néng tīng dǒng.