精力 έννοια και προφορά

精力
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

精力 ελληνικός ορισμός

jīng lì

  • ενέργεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jīng): πρόστιμο
  • (lì): δύναμη