精通 έννοια και προφορά

精通
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

精通 ελληνικός ορισμός

jīng tōng

  • εντριβής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jīng): πρόστιμο
  • (tōng): διά μέσου