约束 έννοια και προφορά

约束
Απλοποιημένη λέξη
約束
Παραδοσιακή λέξη

约束 ελληνικός ορισμός

yuē shù

  • περιορισμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yuē): κατά προσέγγιση
  • (shù): δέσμη