级别 έννοια και προφορά

级别
Απλοποιημένη λέξη
級別
Παραδοσιακή λέξη

级别 ελληνικός ορισμός

jí bié

  • επίπεδο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jí): επίπεδο
  • (bié): μην