结婚 έννοια και προφορά

结婚
Απλοποιημένη λέξη
結婚
Παραδοσιακή λέξη

结婚 ελληνικός ορισμός

jié hūn

  • παντρεύω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jié): κόμπος
  • (hūn): γάμος

Παραδείγματα ποινών με 结婚

  • 我还没有结婚的打算。
    Wǒ hái méiyǒu jiéhūn de dǎsuàn.
  • 我们结婚10 年了。
    Wǒmen jiéhūn 10 niánle.
  • 我们计划在五一节那天结婚。
    Wǒmen jìhuà zài wǔyī jié nèitiān jiéhūn.