络绎不绝 έννοια και προφορά

络绎不绝
Απλοποιημένη λέξη
絡繹不絕
Παραδοσιακή λέξη

络绎不绝 ελληνικός ορισμός

luò yì bù jué

  • ατελείωτη ροή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (luò): δίκτυο
  • (yì): ερμηνεία
  • (bù): μην
  • (jué): απολύτως