络绎不绝
Απλοποιημένη λέξη
絡繹不絕
Παραδοσιακή λέξη
络绎不绝 ελληνικός ορισμός
luò yì bù jué
- ατελείωτη ροή
luò yì bù jué
- ατελείωτη ροή