统统
Απλοποιημένη λέξη
統統
Παραδοσιακή λέξη
统统 ελληνικός ορισμός
tǒng tǒng
- όλα
tǒng tǒng
- όλα
HSK level
Χαρακτήρες
- 统 (tǒng): ενοποιώ