维修 έννοια και προφορά

维修
Απλοποιημένη λέξη
維修
Παραδοσιακή λέξη

维修 ελληνικός ορισμός

wéi xiū

  • υπηρεσία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wéi): διάσταση
  • (xiū): επισκευή